Αλέξανδρος
ΙΣΤΟΡΙΑ των ΟΝΟΜΑΤΩΝ » Αλέξανδρος
Παλαιστίνη και Αίγυπτος
Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα εκτός από την άριστα οχυρωμένη πόλη της Γάζας η οποία δεν παραδόθηκε. Έτσι, ο στρατός του Αλεξάνδρου ξεκίνησε να κατασκευάζει αναχώματα, μέχρι να φτάσει το ύψος των τειχών. Στην τελική επίθεση που ακολούθησε, ο Αλέξανδρος κυρίευσε τη Γάζα. Κατά τη μάχη τραυματίστηκε στον ώμο, από ένα βέλος το οποίο διαπέρασε την ασπίδα και τον θώρακά του. Τους κατοίκους της Γάζας που επέζησαν τους πούλησε όλους ως δούλους.
Ο Αλέξανδρος συνέχισε την εκστρατεία του προς την Αίγυπτο, η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών την εποχή εκείνη, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το Μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και υιοθέτησε, κάτι που βοήθησε στην αποδοχή και λατρεία από τον τοπικό πληθυσμό γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος συχνά απεικονίζεται με κέρατα κριού, ώστε να αντιπροσωπεύεται η θεϊκή του καταγωγή. Πριν την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια. Η πόλη έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.
Κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας (331 - 330 π.Χ.)
Νίκη στα Γαυγάμηλα, κατάληψη των Σούσων και διάβαση των Περσίδων Πυλών
Αφού περίμενε ενισχύσεις από τη Μακεδονία, απέλυσε τους πιο καταπονημένους στρατιώτες και επέστρεψε στη Φοινίκη για να κατευθυνθεί προς τον Ευφράτη, όπου ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες. Λέγεται ότι κατέστειλε μια επανάσταση των Σαμαρειτών, που έκαψαν ζωντανό τον στρατηγό του Ανδρόμαχο. Η επανάσταση κατεστάλη, η Σαμάρεια πέρασε υπό τον έλεγχο των ελληνικών στρατευμάτων, ενώ είναι πιθανό να ιδρύθηκε τότε η πόλη Γέρασα.
Πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα (σημ. Ερμπίλ, στο ιρακινό Κουρδιστάν). Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό, στην ομώνυμη μάχη των Γαυγαμήλων. Στη συνέχεια κατέλαβε τη Βαβυλώνα, της οποίας ανοικοδόμησε τα ιερά που είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης, όπως αυτό του θεού Μαρδούκ. Προσέφερε μάλιστα θυσία στον Μαρδούκ, τηρώντας πανάρχαια παράδοση.
Ο Δαρείος Γ΄ διέφυγε προς την Μηδία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα, πρωτεύουσα του περσικού κράτους, η οποία παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, από τον Πέρση σατράπη της Σουσιανής, Αβουλίτη. Εκεί βρήκε περίπου ποσότητα χρυσού, αργύρου και νομίσματα, αξίας 50.000 περίπου ταλάντων. Στα Σούσα δε εγκατέστησε τη μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια του Δαρείου και όρισε ο ίδιος τους δασκάλους των εελληνικών για τα παιδιά του Πέρση βασιλιά. Σατράπη της Σουσιανής άφησε τον Αβουλίτη, ορίζοντας όμως Μακεδόνες διοικητές του στρατού της σατραπείας. Επόμενος στόχος του ήταν η καταδίωξη του Δαρείου και η εισβολή στην Περσίδα (σημ. Φαρς). Η εκστρατεία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 330 π.Χ. Μετά τη διάβαση του ποταμού Πασιτίγρη (σημ. Καρούν, στο Ιράν), συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους ορεσίβιους Ουξίους. Τελικά κατάφερε να τους αιφνιδιάσει, κυκλώνοντάς τους. Μετά την υποταγή τους, έστειλε μέρος του στρατεύματος και τις αποσκευές του, υπό τον Παρμενίωνα, από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στην Περσέπολη. Ο ίδιος, επικεφαλής του μακεδονικού πεζικού, των εταίρων και των Αγριάνων και τοξοτών, ακολούθησε τον ταχύτερο δρόμο μέσα από τις ορεινές διαβάσεις του νοτίου Ζάγρου. Εκεί, στο φυσικό στενό το οποίο συνδέει τη Σουσιανή με την Περσίδα, και το οποίο οι αρχαίοι αποκαλούσαν Περσίδες Πύλες, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον σατράπη της Περσίδας, Αριοβαρζάνη. Ο Αριοβαρζάνης είχε χτίσει μέσα στο στενό τείχος, το οποίο υπεράσπιζε επικεφαλής δύναμης 25.000-40.000 πεζών και 300-700 ιππέων. Μετά από ανεπιτυχή κατά μέτωπο επίθεση, η οποία στοίχισε πολλές απώλειες στους Μακεδόνες, Πέρσες αιχμάλωτοι οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του μακεδονικού στρατού, υπό τον Αλέξανδρο, μέσα από δύσβατο μονοπάτι και υπό αντίξοες συνθήκες, στα νώτα του Αριοβαρζάνη τον στρατό του οποίου εξολόθρευσε.
Παράδοση και καταστροφή της Περσέπολης
Μετά την διάβαση των στενών των Περσίδων Πυλών, ο Αλέξανδρος έσπευσε ταχύτατα προς την Περσέπολη, προκειμένου να μην επιτρέψει στη φρουρά της να φυγαδεύσει τους περσικούς βασιλικούς θησαυρούς. Τότε δέχτηκε γράμμα του Τιριδάτη, διοικητή της πόλης, με το οποίο ο δεύτερος τον πληροφορούσε ότι ήταν έτοιμος να του παραδώσει την Περσέπολη αν ο Αλέξανδρος προλάβαινε τους ανθρώπους του Δαρείου. Τότε, πλησιάζοντας την πόλη, ο μακεδονικός στρατός συνάντησε, κατά τη διήγηση του Διόδωρου Σικελιώτη (όπως επίσης του Κούρτιου και του Ιουστίνου) ένα τραγικό θέαμα. Περίπου 800 ακρωτηριασμένοι άνθρωποι (στα χέρια ή στα πόδια ήτα αυτιά και τις μύτες), ηλικιωμένοι οι πιο πολλοί, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, κρατώντας ικετηρίες (σύμβολο δυστυχίας, ικεσίας). Επρόκειτο για Έλληνες τεχνίτες, τους οποίους προηγούμενοι Πέρσες βασιλείς είχαν ακρωτηριάσει κρατώντας από τα μέλη τους μόνο αυτά που ήταν απαραίτητα για την τέχνη που ασκούσαν. Όλοι οι Μακεδόνες συμπόνεσαν εκείνους τους ανθρώπους, ο δε Αλέξανδρος προσφέρθηκε να φροντίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους, αν και τελικά αυτοί προτίμησαν να μείνουν στην Περσία, ενωμένοι, προκειμένου να αντέξουν πιο εύκολα τη δυστυχία τους.
Όταν μπήκε στην πλούσια πόλη, ο Αλέξανδρος την άφησε στη διάθεση των στρατιωτών του για μία ολόκληρη μέρα κατά την οποία σημειώθηκε λεηλασία, καταστροφή των ιερών και ανήκουστη σφαγή. Η συμπεριφορά αυτή, κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), έχει μείνει ανεξήγητη από τους νεότερους ιστορικούς, παρά την προσπάθεια να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα απόφασης στρατιωτικού συμβουλίου που συγκάλεσε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Έχει ειπωθεί μάλιστα πως στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε να λεηλατηθεί η πόλη αλλά όχι τα ανάκτορά της στην ακρόπολη και πως ο Παρμενίωνας διαφώνησε θεωρώντας την απόφαση ως προσβολή των αισθημάτων των ηττημένων. Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η νυχτερινή πυρπόληση των επιβλητικών ανακτόρων των Αχαιμενιδών. Την πράξη εκείνη, όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, εκτός από τον Αρριανό, αποδίδουν σε προτροπή της εταίρας Θαΐδας, φίλης του Πτολεμαίου του Λάγου, η οποία έπεισε τους μεθυσμένους Μακεδόνες αξιωματούχους να πάρουν από έναν δαυλό και να κάψουν τα ανάκτορα, ως εκδίκηση για την καταστροφή των ελληνικών ιερών κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο Αρριανός χαρακτηρίζει ακατανόητο τον εμπρησμό των ανακτόρων και απορρίπτει την εξήγηση της εκδίκησης μιας τόσο παλιάς πράξης. Η ιστορικότητα του περιστατικού με τη Θαΐδα δεν είναι αποδεκτή από πολλούς νεότερους ιστορικούς οι οποίοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τον εμπρησμό των ανακτόρων ως πολιτική διακήρυξη του Αλεξάνδρου, με την οποία αποδείκνυε πως έληξε η εξουσία των Αχαιμενιδών ή πως εκδικούνταν την πυρπόληση του μεγάλου ιερού της Βαβυλώνας από τον Ξέρξη. Γενικά, η καταστροφή της Περσέπολης και των ανακτόρων της έχει χαρακτηριστεί πράξη σκληρή, άστοχη και αδικαιολόγητη και ως μελανή σελίδα στην ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου, ίσως οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων που του προκάλεσαν η ισχυρή αντίσταση του Αριοβαρζάνη στις Περσίδες Πύλες, το θέαμα των ακρωτηριασμένων Ελλήνων, η επιδεικτική χλιδή των ανακτόρων και το αλαζονικό ύφος των περσικών επιγραφών στα ανάκτορα. Κατά την ίδια ιστορικό, αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά από απάνθρωπες πράξεις στις οποίες προέβη ο Αλέξανδρος, αν και ως τότε είχε δείξει, σε διάφορες περιπτώσεις, μεγαλοψυχία και ευαισθησία.