Αλέξανδρος
ΙΣΤΟΡΙΑ των ΟΝΟΜΑΤΩΝ » Αλέξανδρος
Έμαθε πως η Ινδία ήταν προσβάσιμη από την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα (σημ. Καμπούλ, στο Αφγανιστάν) και πως υπήρχαν μεγάλοι ποταμοί πέρα από τον Ινδό, δεν γνώριζε όμως τότε ότι αυτοί κατέληγαν στον πρώτο. Επίσης πληροφορήθηκε για την πολιτική κατάσταση στην Ινδία και συγκεκριμένα για τη διάσπαση των Ινδών σε πολλά μεγάλα κράτη που συχνά μάχονταν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας στις μάχες τους πολλούς ελέφαντες. Ιδιαίτερα έμαθε πως ο Ταξίλης, βασιλιάς της χώρας μεταξύ των ποταμών Ινδού και Υδάσπη, ήταν εχθρός του Πώρου, βασιλιά της χώρας που εκτεινόταν από τον Υδάσπη ως τον Ακεσίνη, και επιθυμούσε να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες. Επειδή ο πόλεμος που θα ακολουθούσε θα απαιτούσε παρατεταμένες και δύσκολες πορείες σε ορεινές περιοχές, ποταμούς και φρούρια όπου θα έπρεπε να αφήνει φρουρές, ο Αλέξανδρος αύξησε την αριθμητική δύναμη του στρατού του και το έκανε πιο ευέλικτο. Ήδη το θεσσαλικό ιππικό και οι περισσότεροι από τους άλλους Έλληνες είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ πολλοί παλαίμαχοι Μακεδόνες και μισθοφόροι είχαν παραμείνει σε φρουρές στις κατακτημένες χώρες. Ο στρατός τώρα περιλάμβανε ενισχύσεις από πεζούς και ιππείς από τη Μακεδονία, καθώς και από Έλληνες μισθοφόρους. Είχε ενταχθεί επίσης σημαντικός αριθμός Ασιατών (Βάκτριοι, Σόγδιοι, Σκύθες, Αραχωτοί, Δάες κ.α.) οι οποίοι δρούσαν ως ιππείς, ιπποτοξότες και ιππακοντιστές. Για τον διάπλου των ποταμών προστέθηκαν πολλοί ναυπηγοί και κωπηλάτες από την Καρία, την Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Ωστόσο, παρόλο που το εκστρατευτικό σώμα δεν είχε πια την παλιά εθνική και γλωσσική ομοιογένεια, αποδείχθηκε αποτελεσματικό, χάρη στις ικανότητες των Μακεδόνων διοικητών του και την άριστη ηγεσία του Αλεξάνδρου.
Διάβαση της κοιλάδας του Κωφήνα και άφιξη στον Ινδό]
Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο μακεδονικός στρατός ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. ο Αλέξανδρος άφησε τον Αμύντα στη Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να ακολουθήσουν τον συντομότερο δρόμο, αυτόν μέσα από την κοιλάδα του Κωφήνα, για προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό. Ο ίδιος ακολούθησε διαφορετική, ορεινή πορεία ώστε να διαφυλάξει τα πλευρά του κύριου εκστρατευτικού σώματος από ενέδρες. Έτσι έφτασε, την άνοιξη του 326 π.Χ., στον Ινδό. Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής, υπέταξε τη χώρα των Ασπασίων, όπου ισοπέδωσε για παραδειγματισμό την πρώτη πόλη που αντιστάθηκε και εξόντωσε όσους κατοίκους της δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Η τελική υποταγή των Ασπασίων έγινε μετά από μάχη τριπλή μάχη, κατά την οποία αιχμαλωτίστηκαν 40.000 Ασπάσιοι και περιήλθαν στην κατοχή των Μακεδόνων 230.000 βοοειδή. Στη συνέχεια έφτασε στη χώρα των Ασσακηνών, οι οποίοι ήταν οι ισχυρότεροι Ινδοί της περιοχής, όπου πολιόρκησε την πρωτεύουσά τους, Μάσσαγα (σημ. Chakdara του Πακιστάν). Οι Ασσακηνοί συνεπικουρούνταν από 7.000 Ινδούς μισθοφόρους και επιχείρησαν να δώσουν μάχη έξω από την πόλη, όπου νικήθηκαν. Ακολούθησε δύσκολη πολιορκία πέντε ή έξη ημερών μετά από την παρέλευση των οποίων οι πολιορκημένοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όμως ο Αλέξανδρος κατάφερε να διαπραγματευτεί χωριστά με τους Ινδούς μισθοφόρους, πείθοντάς τους να αφήσουν την πόλη. Εκεί τη νύχτα τους κύκλωσε και τους εξόντωσε μετά από σκληρή μάχη. Κατά τον Πλούταρχο και τον Διόδωρο, η εξόντωση των Ινδών μισθοφόρων αποτελεί μελανή κηλίδα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια τα Μάσσαγα καταλήφθηκαν χωρίς δυσκολία. Η επόμενη οχυρή πόλη των Ασσακηνών, τα Βάζιρα, αντιστάθηκε και αυτή μέχρις ότου οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν νύχτα, καταφεύγοντας στην Άορνο Πέτρα, φυσικά οχυρή θέση που ταυτίζεται με το Πιρ-Σαρ, στο Πακιστάν, τον χειμώνα του 327 π.Χ προς την άνοιξη του 326 π.Χ. Η κατάληψη της Αόρνου Πέτρας ήταν κατόρθωμα που προσέδωσε στον Αλέξανδρο τη φήμη του ακατανίκητου κατακτητή που ήταν κανός για υπεράνθρωπα κατορθώματα. Μετά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και δύσκολη πορεία στο ορεινό βόρειο τμήμα της χώρας των Ασσακηνών, έφτασε στον Ινδό όπου συναντήθηκε με τον υπόλοιπο στρατό του, την άνοιξη του 326 π.Χ. Η διάβαση του Ινδού έγινε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων.
Πορεία από τον Ινδό μέχρι τον Ύφαση
Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μεγάλη μάχημεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30.000 πεζούς. Οι Μακεδόνες, οι οποίοι διέθεταν 15.000-20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον μεγάλου αριθμού ελεφάντων, κερδίζοντας δύσκολη και σπουδαία νίκη. Ο Αλέξανδρος φέρθηκε τιμητικά στον ηττημένο Ινδό βασιλιά και τον άφησε να βασιλεύει στη χώρα του, ως σύμμαχός του, αφού με τον συμφιλίωσε με τον Ταξίλη. Οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν πως ο Αλέξανδρος φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή εντυπωσιάστηκε από την υπερήφανη στάση του Πώρου. Όμως είναι γνωστό πως φέρθηκε με τον σκληρότερο τρόπο σε άλλους ηττημένους, όπως στην Τύρο, τη Γάζα και τη Σογδιανή Πέτρα. Έτσι είναι πιθανότερο πως δεν πείραξε τον Πώρο από πολιτικό υπολογισμό, καθώς επιθυμούσε να έχει ένα ισχυρό συμμαχικό βασίλειο ως ασπίδα των δικών του συνόρων.
Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του προς τους ποταμούς Ακεσίνη και Υδραώτη (σημ. Ράβι, στο Πουντζάμπ). Στη συνέχεια ανάγκασε τους Γλαυγανίκες (ή Γλαύσες), κατοίκους πολυάνθρωπης χώρας, να συνθηκολογήσουν μαζί του και να υπαχθούν στο κράτος του Πώρου. Τότε έμαθε πως οι Ασσακηνοί είχαν επαναστατήσει και σκότωσαν τον ύπαρχο (διοικητή της χώρας) και έστειλε εναντίον τους τον σατράπη Φίλιππο του Μαχάτα να καταστείλει την εξέγερση. Όταν έφτασε στον Υδραώτη, έμαθε πως ο πολεμικότατος λαός των Καθαίων ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει αν εισέβαλλε στη χώρα τους, ορμώμενος από την οχυρή πόληΣάγγαλα. Ακολούθησε σκληρή μάχη κατά την οποία οι Καθαίοι, οχυρωμένοι πίσω από τριπλή σειρά από άμαξες, ηττήθηκαν και κατέφυγαν στην πόλη τους. Από εκεί επιχείρησαν επανηλειμμένα έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Τελικά οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη και την ισοπέδωσαν εντελώς. Οι απώλειες των Καθαίων ήταν, κατά τον Αρριανό, 17.000 νεκροί και 70.000 αιχμάλωτοι ενώ από τους Μακεδόνες 100 νεκροί και 1.200 βαριά τραυματισμένοι.